- αθρώ
- ἀθρῶ (-έω) (Α)1. βλέπω με προσοχή, παρατηρώ, διακρίνω2. κατευθύνω το βλέμμα μου κάπου, βλέπω, κοιτάζω3. εξετάζω με τον νου μου, σκέφτομαι, λογαριάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Είναι πιθανό να συνδέεται ετυμολογικά με τις γλώσσες του Ησυχίου («ἐνθρεῖνφυλάσσειν») και («θρήσκωνοῶ») ή ακόμη να παράγεται από έναν αμάρτυρο τ. *ἄ-θρ-ος «κρατώντας από, προσηλωμένος σ' έναν σκοπό», που θα οδηγούσε στην ΙΕ ρίζα *dher- «κρατώ», τής οποίας μηδενισμένη μορφή θα ήταν ο τ. -θρ- (πρβλ. ἐν-θρ-εῖν), με ἀ- προθετικό ή αθροιστικό. Στην περίπτωση αυτή, αρχική σημ. του ἀ-θρέω θα ήταν «κρατώ, προσηλώνω (το βλέμμα μου) σε ορισμένο σκοπό-στόχο» και η λ. θα ήταν ετυμολογικά συγγενής προς τα θρ-όνος «ο κρατών, ο φέρων κάθισμα, πολυθρόνα» και ἀ-θρόος, «ο φέρων επί ταυτόν, ο οδηγών στον ίδιον σκοπό, ενωμένος, συγκεντρωμένος» (πρβλ. αρχ. ινδ- sadhriy-anc- «αθρόος»).ΠΑΡ. ἀθρήματα, ἀθρητικός].
Dictionary of Greek. 2013.